δισθενής ή κυανίτης — Ορυκτό, βασικό πυριτικό άλας του αργιλίου με χημικό τύπο Αl2SiΟ5. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα. Εμφανίζεται συνήθως με μορφή ταινιωδών συσσωματωμάτων, με γαλαζωπό ή πρασινωπό χρώμα και μαργαριτώδη λάμψη. Έχει ειδικό βάρος 3,5 3,6 και … Dictionary of Greek
ηλεκτρύλιο — Δισθενής ρίζα, του τύπου C4H4O2, που προέρχεται από το ηλεκτρικό οξύ, αν αφαιρεθούν δύο υδροξύλια. Το χλωρίδιο του η. είναι υγρό, με σημείο βρασμού 192°C. Μπορεί να αντιδράσει με δύο μορφές, ως συμμετρικό Cl CO CH2CH2 CO Cl και ως ασύμμετρο CH2… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
μεθυλένιο — Η δισθενής ρίζα =CH2, η οποία προκύπτει από το μεθάνιο με αφαίρεση δύο ατόμων υδρογόνου. Η ρίζα αυτή, παλαιότερα γνωστή με την ονομασία οξείδιο του μ., δεν βρίσκεται ελεύθερη, αλλά συναντάται σε πολλές οργανικές ενώσεις, και ιδιαίτερα σε παράγωγά … Dictionary of Greek
αζωομάδα — η Χημ. η δισθενής ρίζα ( Ν = Ν ) που χαρακτηρίζει τις αζω ενώσεις* … Dictionary of Greek
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
διδύναμος — ο, η 1. χημ. δισθενής 2. βοτ. φυτό με τέσσερις στήμονες, δύο μακρούς και δύο βραχείς … Dictionary of Greek
θειονύλιο — το (χημ) δισθενής ρίζα η οποία προέρχεται από το θειώδες οξύ αν αφαιρεθούν από το μόριο του δύο ομάδες υδροξυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thionyl < thion (πρβλ. θείο (ΙΙ) + yl (πρβλ. ύλη)] … Dictionary of Greek
καρβονύλιο — Χημική ομάδα που συνίσταται από ένα άτομο οξυγόνου συνδεδεμένο μέσω ενός διπλού δεσμού με ένα άτομο άνθρακα (C=O). Το άτομο άνθρακα συνδέεται με το υπόλοιπο μόριο με δύο απλούς δεσμούς ή με έναν διπλό δεσμό. Αν το κ. συνδέεται με δύο αλκύλια ή… … Dictionary of Greek
κουμυλιδένιο — το χημ. δισθενής οργανική ρίζα που προκύπτει από την αφαίρεση τού ατόμου οξυγόνου από ένα μόριο κουμιναλδεΰδης … Dictionary of Greek