δισθενής

δισθενής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, (χημ.), αυτός που έχει ατομικότητα ή σθένος 2, που χρειάζεται δύο ηλεκτρόνια από άλλο στοιχείο για να αποτελέσει άτομο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δισθενής ή κυανίτης — Ορυκτό, βασικό πυριτικό άλας του αργιλίου με χημικό τύπο Αl2SiΟ5. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα. Εμφανίζεται συνήθως με μορφή ταινιωδών συσσωματωμάτων, με γαλαζωπό ή πρασινωπό χρώμα και μαργαριτώδη λάμψη. Έχει ειδικό βάρος 3,5 3,6 και …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρύλιο — Δισθενής ρίζα, του τύπου C4H4O2, που προέρχεται από το ηλεκτρικό οξύ, αν αφαιρεθούν δύο υδροξύλια. Το χλωρίδιο του η. είναι υγρό, με σημείο βρασμού 192°C. Μπορεί να αντιδράσει με δύο μορφές, ως συμμετρικό Cl CO CH2CH2 CO Cl και ως ασύμμετρο CH2… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλένιο — Η δισθενής ρίζα =CH2, η οποία προκύπτει από το μεθάνιο με αφαίρεση δύο ατόμων υδρογόνου. Η ρίζα αυτή, παλαιότερα γνωστή με την ονομασία οξείδιο του μ., δεν βρίσκεται ελεύθερη, αλλά συναντάται σε πολλές οργανικές ενώσεις, και ιδιαίτερα σε παράγωγά …   Dictionary of Greek

  • αζωομάδα — η Χημ. η δισθενής ρίζα ( Ν = Ν ) που χαρακτηρίζει τις αζω ενώσεις* …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • διδύναμος — ο, η 1. χημ. δισθενής 2. βοτ. φυτό με τέσσερις στήμονες, δύο μακρούς και δύο βραχείς …   Dictionary of Greek

  • θειονύλιο — το (χημ) δισθενής ρίζα η οποία προέρχεται από το θειώδες οξύ αν αφαιρεθούν από το μόριο του δύο ομάδες υδροξυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thionyl < thion (πρβλ. θείο (ΙΙ) + yl (πρβλ. ύλη)] …   Dictionary of Greek

  • καρβονύλιο — Χημική ομάδα που συνίσταται από ένα άτομο οξυγόνου συνδεδεμένο μέσω ενός διπλού δεσμού με ένα άτομο άνθρακα (C=O). Το άτομο άνθρακα συνδέεται με το υπόλοιπο μόριο με δύο απλούς δεσμούς ή με έναν διπλό δεσμό. Αν το κ. συνδέεται με δύο αλκύλια ή… …   Dictionary of Greek

  • κουμυλιδένιο — το χημ. δισθενής οργανική ρίζα που προκύπτει από την αφαίρεση τού ατόμου οξυγόνου από ένα μόριο κουμιναλδεΰδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”